- ἐνεδύσατο
- ἐνεδύ̱σατο , ἐνδύωgo intoaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NEBRIS — hinnuli pellis, Baccho saura, quâ ipseamiciebatur. Unde Νεβρώδης dictus, Claudian. de 4. Cons. Honorii. v. 605. Talis Erythraeis intextus nebrida gemmis Liber agit currus, et Caspiae flectit eburnis Colla iugis. Eôdem habitu Baccae ornabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευπρέπεια — η (ΑΜ εὐπρέπεια) [ευπρεπής] 1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση 2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους 3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα μσν. καύχημα, κόσμημα μσν. αρχ. μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν… … Dictionary of Greek
περιζώνω — περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ 1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα 2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία») μσν. αρχ. 1. μέσ. περιζώννυμαι ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.) 2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» … Dictionary of Greek